- σημειοφωνία
- η, Ν(ψυχ.) θεραπευτική μέθοδος τών διαταραχών τού προφορικού και γραπτού λόγου με τη χρησιμοποίηση ειδικού οργάνου, τού σημειοφώνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σημείο + -φωνία (< φωνή). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Π. Χιώτη].
Dictionary of Greek. 2013.